δαρά

δαρά
δᾱρά , δαήρ
Aus Lydien
masc acc sg
δᾱρά , δηρός
long
neut nom/voc/acc pl (doric)
δᾱρά̱ , δηρός
long
fem nom/voc/acc dual (doric)
δᾱρά̱ , δηρός
long
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Δαρειώτης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, από τον Δάρα της Μεσσηνίας. 1. Αναστάσιος. Πρόεδρος του Δάρα, πολέμησε στην Επανάσταση ως οπλαρχηγός. 2. Αναστάσιος. Προεστός του Δάρα, γνωστός και με το επώνυμο Στασινός. Αν και πολύ γέρος, πολέμησε στην Επανάσταση… …   Dictionary of Greek

  • Dara, Greece — Dara (Greek Modern: Δάρα, Ancient/Katharevousa: s), older Daras is a community in the municipality of Levidi in the northern part of the prefecture of Arcadia. Distances NW of Levidi NE of GR 33 43 km NW of Tripoli Nearest places Komi… …   Wikipedia

  • Isavella Dara — ( el. Ισαβέλλα Δάρα) (Isavela Dara) (Isabella Dara) (born in Greece in 1978) is a fashion model and former Miss Europe(1997) Miss Hellas winner. She is of Greek and French descent. Isavella comes from a family of artists. Her mother is a sculptor …   Wikipedia

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • ADARA — I. ADARA vicus magnus Stephano. Eidem est tertiae Palaestinae locus inter Areopolin, et Characmobam. Locus corruptus, ac e Stephano ipso restituendus. Α᾿δἅρου πόλις (inquit ille)πόλις Περσική ἔςι δὲ καὶ Α῎δαρα, οὐδετέρως κώμη μεγάλη. Τείτη… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Δάρας — I Φρούριο στα ανατολικά σύνορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι κτίριο των αρχών του 6ου αι., και η δημιουργία του οφείλεται στον αυτοκράτορα Αναστάσιο. Επί αυτοκρατορίας του Ιουστινιανού Β’ το κυρίευσαν οι Πέρσες, αλλά επανήλθε στην κυριαρχία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • Λεβιδίου, δήμος — Δήμος (4.131 κάτ.) του νομού Αρκαδίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Βλαχέρνης, Δάρα, Κανδήλας, Καρδαρά, Κώμης, Λίμνης, Ορχομενού, Παλαιοπύργου, Παναγίτσας και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”